- ἐσώτερον
- ἐσώτεροςinnermostmasc acc sgἐσώτεροςinnermostneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εσώτερος — η, ο (ΑΜ ἐσώτερος, α, ον) (συγκριτ. βαθμός τού επιθ. έσω) [έσω] 1. αυτός που βρίσκεται μέσα περισσότερο από άλλους, ο ενδότερος, ο εσωτερικότερος. επίρρ... εσώτερον και εσωτέρω (ΑΜ ἐσωτέρω) πιο μέσα, εσωτερικότερα … Dictionary of Greek
ՆԵՐՔՍ — ( ) NBH 2 0423 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 9c, 12c ա.գ. τὰ ἕνδον internum, interiora. Իբր Ներքին, ներքինք, եւ Ընդերք. *Ներքս անուանէ՝ որ ինչ կըայ ʼի ներքս, զփորոտին ասէ, զորովայն, եւ այլն. Ոսկ. մրգր. ՟Բ: *Սաստիկ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)